- ψύη
- ἡ, Αιων. τ. βλ. ψόα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψύη — ψύα muscles of the loins fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόα — η, ΝΜΑ, και ψύα ΜΑ, και ψυά και ιων. τ. ψύη και ψοιά και ψοία και ψυία και τ. πληθ. ψίαι και ψειαί Α (κυρίως στον πληθ.) οι ψόες και αἱ ψόαι οι μύες τής οσφυϊκής χώρας που εκτείνονται μέχρι την περιοχή τών νεφρών νεοελλ. 1. κρέας σφαγίου από την… … Dictionary of Greek
ψύα — ἡ, ΜΑ, και ψυία και ιων. τ. ψύη, Α βλ. ψόα … Dictionary of Greek